δαφνώδη

δαφνώδη
δαφνώδης
bay-wooded
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δαφνώδης
bay-wooded
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
δαφνώδης
bay-wooded
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαφνίδες — οι βοτ. οικογένεια τής τάξης δαφνώδη …   Dictionary of Greek

  • δαφνώδης — ες (AM δαφνώδης, ες) [δάφνη] 1. γεμάτος δάφνες 2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες …   Dictionary of Greek

  • λαουρώδη — τα βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης δαφνώδη …   Dictionary of Greek

  • σασσαφράς — (σασσαφράς ή φαρμακευτική ή ποικιλόφυλλος). Δέντρο αειθαλές της οικογένειας των Λαουριδών ή Δαφνιδών (δικοτυλήδονα). Συνήθως έχει μέτριες διαστάσεις (6 7 μ.), μπορεί όμως να φτάσει και τα 30 μ. ύψος. Ο κορμός και οι βλαστοί είναι λείοι, με φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • τετρανθήρα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες τής τάξης δαφνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη τής Ασίας και τής Ωκεανίας, αλλ. λιτσέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”